- ἐνήφαιστος
- ἐνήφαιστος, ον,A volcanic, Tz.H.10.502.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενήφαιστος — ἐνήφαιστος, ον (Μ) ο ηφαίστειος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ήφαιστο, επομένως στη φωτιά … Dictionary of Greek